- ὀλβίαν
- ὀλβίᾱν , ὄλβιοςhappyfem acc sg (attic doric aeolic)ὀλβίᾱν , ὀλβίαblissfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὀλβίαν — Ὀλβίᾱν , Ὀλβία the Alps fem acc sg (attic doric aeolic) Ὀλβίᾱν , Ὀλβίη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OLMIA — melius HOLMIA, nrbs Ciliciae Trachiae, postea Seleucia dicta. Plin. l. 5. c. 27. Seleucia supra amnem Calycadmum Trachiotis cognomine, a mari relata, ubi vocabatur Holmia, Ὅλμους et Ὅλμην alii vocârunt. Steph. Ὅλμοι πόλις τραχείας Κιλικίας, ὅπου… … Hofmann J. Lexicon universale
ολβία — Όνομα διάφορων αρχαίων πόλεων, από τις οποίες σημαντικότερη ήταν εκείνη στον Εύξεινο Πόντο. 1. Αποικία των Μιλησίων στην ευρωπαϊκή Σκυθία. Ιδρύθηκε το 646 645 π.Χ. στη βορειοδυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου, κοντά στις εκβολές του Δνείπερου, και… … Dictionary of Greek
πρόθυρο — το / πρόθυρον, ΝΜΑ, και προθίουρον Α (στον εν. και συν. στον πληθ.) τα πρόθυρα α) ο χώρος που βρίσκεται μπροστά από τη θύρα ή γύρω από αυτήν (α. «τα πρόθυρα τής Ακαδημίας» β. «οὗτος ὁ Μιλτιάδης κατήμενος ἐν τοῑσι προθύροισι τοῑσι ἑωυτοῡ», Ηρόδ.)… … Dictionary of Greek